新鲜 έννοια και προφορά

新鲜
Απλοποιημένη λέξη
新鮮
Παραδοσιακή λέξη

新鲜 ελληνικός ορισμός

xīn xiān

  • φρέσκο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xīn): νέος
  • (xiān): φρέσκο

Παραδείγματα ποινών με 新鲜

  • 面包很新鲜,没有坏。
    Miànbāo hěn xīnxiān, méiyǒu huài.
  • 这些都是新鲜水果。
    Zhèxiē dōu shì xīnxiān shuǐguǒ.
  • 超市里有很多种新鲜水果。
    Chāoshì li yǒu hěnduō zhǒng xīnxiān shuǐguǒ.
  • 公园里空气非常新鲜。
    Gōngyuán lǐ kōngqì fēicháng xīnxiān.