叶 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

叶 ελληνικός ορισμός

  • φύλλο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : βιομηχανία
  • : νύχτα
  • : to pull; to drag; to join together; oar;
  • : erroneous variant of 拽[ye4];
  • : to press down;
  • : bright light; to sparkle;
  • : to drag; to pull; Taiwan pr. [yi4];
  • : 䏌
  • : 㓞
  • : sickness; repeated;
  • : υγρό
  • : blaze of fire; glorious;
  • : to fry in fat or oil; to scald;
  • : armpit; (biology) axilla; (botany) axil; Taiwan pr. [yi4];
  • : leaf
  • : to visit (a superior);
  • : thin plates of metal;
  • : dimple;
  • : σελίδα
  • : to carry food to laborers in the field;
  • : a kind of bird similar to pheasant;

Παραδείγματα ποινών με 叶

  • 春天来了,小树新长出了叶子。
    Chūntiān láile, xiǎo shù xīn zhǎng chūle yèzi.

Λέξεις που περιέχουν 叶, ανά επίπεδο HSK