囥 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

囥 ελληνικός ορισμός

kàng

  • (dialect) to hide
  • to conceal

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : high; overbearing; excessive;
  • : spouse; big and tall; strong; robust; upright and outspoken;
  • : αντι-
  • : kang (a heatable brick bed); to bake; to dry by the heat of a fire;
  • : fierce dog;
  • : scandium (chemistry);