怯 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

怯 ελληνικός ορισμός

qiè

  • δειλά

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : τομή
  • : concubine; I, your servant (deprecatory self-reference for women);
  • : man's headband (arch.);
  • : cheerful; satisfied;
  • : to raise; to lift; to take along (e.g. one's family);
  • : to leave; to abandon;
  • : κλέβω
  • : chest; box; trunk; suitcase; portfolio;
  • : to walk with small steps;
  • : αστειολόγος

Λέξεις που περιέχουν 怯, ανά επίπεδο HSK