模 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

模 ελληνικός ορισμός

  • μούχλα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Λέξεις που περιέχουν 模, ανά επίπεδο HSK