洋 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

洋 ελληνικός ορισμός

yáng

  • ξένο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to feign; to pretend;
  • : clay sheep buried with the dead;
  • : to walk back and forth;
  • : νέος
  • : rising sun; sunshine;
  • : to open out, to expand; bright, glorious;
  • : poplar;
  • : molten; smelt;
  • : molten; smelt;
  • : ulcers; sores;
  • : πρόβατο
  • : a weevil found in rice etc;
  • : ornaments on headstall of horse;
  • : γιανγκ
  • : to soar; to fly; to float; variant of 揚|扬[yang2], to scatter; to spread;

Παραδείγματα ποινών με 洋

  • 地球上 70%的面积是海洋。
    Dìqiú shàng 70%de miànjī shì hǎiyáng.

Λέξεις που περιέχουν 洋, ανά επίπεδο HSK