洿 έννοια και προφορά

洿
Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

洿 ελληνικός ορισμός

  • dig (a pond)
  • stagnant water

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : γου
  • : (onom.) for humming or whimpering;
  • : to plaster; whitewash;
  • : σπίτι
  • : witch; wizard; shaman; also pr. [wu2];
  • : (literary) Oh!; Ah!;
  • : to plaster; whitewash;
  • : απόβλητα
  • : ψευδής
  • : tungsten (chemistry);