箱 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

箱 ελληνικός ορισμός

xiāng

  • κουτί

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 屰
  • : δήμος
  • : διαμέρισμα
  • : to stroll; to ramble;
  • : inner lining of wooden utensils; component beam used in building construction; species of oak tree with medicinal bark (old);
  • : abbr. for Hunan 湖南 province in south central China; abbr. for Xiangjiang river in Hunan province;
  • : ornaments;
  • : φάση
  • : cord to hold up sleeves;
  • : light yellow color;
  • : hashed beef; soup;
  • : aromatic herb used for seasoning; variant of 香[xiang1];
  • : to help; to assist; mutual assistance; to rush into or up; to raise or hold up; high; tall; old variant of 欀; chariot horse (old); change (old);
  • : Japanese variant of 鄉|乡;
  • : township
  • : σειρά
  • : ευώδης
  • : (literary) to run friskily (of a horse); to raise; to hold high;

Παραδείγματα ποινών με 箱

  • 请把行李箱打开。
    Qǐng bǎ xínglǐ xiāng dǎkāi.
  • 冰箱里还有饮料吗?
    Bīngxiāng lǐ hái yǒu yǐnliào ma?
  • 妈妈把刚买的鱼放进了冰箱。
    Māmā bǎ gāng mǎi de yú fàng jìnle bīngxiāng.
  • 爸爸手里提着一个行李箱。
    Bàba shǒu lǐ tízhe yīgè xínglǐ xiāng.

Λέξεις που περιέχουν 箱, ανά επίπεδο HSK