便利 έννοια και προφορά

便利
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

便利 ελληνικός ορισμός

biàn lì

  • βολικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • 便 (biàn): πρύμνη
  • (lì): κέρδος