促使 έννοια και προφορά

促使
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

促使 ελληνικός ορισμός

cù shǐ

  • προτροπή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cù): προάγω
  • 使 (shǐ): φτιαχνω, κανω