坟墓 έννοια και προφορά

坟墓
Απλοποιημένη λέξη
墳墓
Παραδοσιακή λέξη

坟墓 ελληνικός ορισμός

fén mù

  • τάφος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fén): τάφος
  • (mù): τάφος