岗位 έννοια και προφορά

岗位
Απλοποιημένη λέξη
崗位
Παραδοσιακή λέξη

岗位 ελληνικός ορισμός

gǎng wèi

  • θέση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǎng): θέση
  • (wèi): κομμάτι