延伸 έννοια και προφορά

延伸
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

延伸 ελληνικός ορισμός

yán shēn

  • επεκτείνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yán): επεκτείνω
  • (shēn): τέντωμα