性感 έννοια και προφορά

性感
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

性感 ελληνικός ορισμός

xìng gǎn

  • λάγνος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xìng): φύλο
  • (gǎn): έννοια