扩张 έννοια και προφορά

扩张
Απλοποιημένη λέξη
擴張
Παραδοσιακή λέξη

扩张 ελληνικός ορισμός

kuò zhāng

  • επέκταση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kuò): επεκτείνουν
  • (zhāng): τζανγκ