把手 έννοια και προφορά

把手
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

把手 ελληνικός ορισμός

bǎ shǒu

  • λαβή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǎ): βάζω
  • (shǒu): χέρι