旅游 έννοια και προφορά

旅游
Απλοποιημένη λέξη
旅遊
Παραδοσιακή λέξη

旅游 ελληνικός ορισμός

lv3 yóu

  • ο τουρισμος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǚ): ταξίδι
  • (yóu): περιοδεία

Παραδείγματα ποινών με 旅游

  • 我们开车去旅游。
    Wǒmen kāichē qù lǚyóu.
  • 坐船旅游。
    Zuò chuán lǚyóu.
  • 我打算下个星期去旅游。
    Wǒ dǎsuàn xià gè xīngqí qù lǚyóu.
  • 我爱旅游,去过几十个国家。
    Wǒ ài lǚyóu, qùguò jǐ shí gè guójiā.
  • 今年夏天你选择去哪儿旅游?
    Jīnnián xiàtiān nǐ xuǎnzé qù nǎ'er lǚyóu?