本身 έννοια και προφορά

本身
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

本身 ελληνικός ορισμός

běn shēn

  • εαυτό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (běn): αυτό
  • (shēn): σώμα