粉碎 έννοια και προφορά

粉碎
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

粉碎 ελληνικός ορισμός

fěn suì

  • σπάσιμο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fěn): σκόνη
  • (suì): σπασμένος