经历 έννοια και προφορά

经历
Απλοποιημένη λέξη
經曆
Παραδοσιακή λέξη

经历 ελληνικός ορισμός

jīng lì

  • εμπειρία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jīng): διά μέσου
  • (lì): ημερολόγιο

Παραδείγματα ποινών με 经历

  • 这段时间,我经历了很多事情。
    Zhè duàn shíjiān, wǒ jīnglìle hěnduō shìqíng.
  • 我的经历我都写在这本书里了。
    Wǒ de jīnglì wǒ dū xiě zài zhè běn shū lǐle.
  • 虽然经历过很多次失败,但我从来没有放弃
    Suīrán jīnglìguò hěnduō cì shībài, dàn wǒ cónglái méiyǒu fàng qì
  • 她把旅行的经历写成了文章。
    Tā bǎ lǚxíng de jīnglì xiěchéngle wénzhāng.