胳膊 έννοια και προφορά

胳膊
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

胳膊 ελληνικός ορισμός

gē bo

  • μπράτσο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gē): μασχάλη
  • (bó): ώμος