列 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

列 ελληνικός ορισμός

liè

  • στήλη

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 𠬢
  • : woodpecker;
  • : cold and raw;
  • : κατώτερος
  • : unending exertion;
  • : (literary) equal; enclosure; dike; embankment; Taiwan pr. [le4];
  • : 畺
  • : tear; twist;
  • : to hold, to grasp; to hold the hair; to pull at;
  • : pure; to cleanse;
  • : ισχυρός
  • : κυνήγι
  • : Japanese variant of 獵|猎;
  • : to roll the eyeballs to look;
  • : rushes; sedges;
  • : Cyrtoxiphus ritsemae;
  • : ρωγμή
  • : stumble;
  • : step across;
  • : bristles; mane;
  • : minnow;

Παραδείγματα ποινών με 列

  • 请把这些盒子按照从大到小的顺序排列。
    Qǐng bǎ zhèxiē hézi ànzhào cóng dà dào xiǎo de shùnxù páiliè.

Λέξεις που περιέχουν 列, ανά επίπεδο HSK